- καταληρώ
- καταληρῶ, -έω (Α)1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταληρῶ — καταληρέω lose by idle talking pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταληρέω lose by idle talking pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)